- αντιπαρέρχομαι
- (AM ἀντιπαρέρχομαι)νεοελλ.1. αποφεύγω να κάνω μνεία («αντιπαρέρχομαι τις ύβρεις»)2. προσπερνώ κάτι, αδιαφορώ για κάτι3. φρ. «αντιπαρέρχομαι τον κίνδυνο» — ξεφεύγω, γλυτώνω από τον κίνδυνοαρχ.1. περνώ δίπλα σε κάποιον χωρίς να τον πλησιάσω, τον προσπερνώ αφήνοντας τον αβοήθητο2. έρχομαι να βοηθήσω («τὸ ἔλεός σου ἀντιπαρῆλθε καὶ ἰάσατο αὐτούς», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.